Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η Αγία Τράπεζα

  • 1 Τράπεζα Αγία

    Τράπεζα Αγία η
    Святой Престол – главная принадлежность алтаря христианского храма. В Православном храме – это четырехсторонний стол, стоящий посредине алтаря и служащий местом совершения евхаристии. В таинственном смысле Престол изображает небесное место селения Господа Вседержителя, а также гроб Христов, так как на нем возлежит Тело Христово. Поэтому прикасаться к престолу не дозволяется никοму, кроме священнослужителей
    Этим.
    < τρά-πεδ-jα < τρα- + πεδ (< πους) «четыре ноги»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Τράπεζα Αγία

  • 2 άγιος

    άγιος, -ία, -ο (κ. άγιος, άγια, άγιο)
    1) святой, священный (о Боге и ангелах):

    το Άγιο Πνεύμα — Святой Дух,

    η Αγία Τριάδα — Святая Троица,

    η Αγία Οικογένεια — Святое Семейство;

    2) святой, священной (то, что связано с Богом и служением Ему):

    η Αγία Τράπεζα — Святой Престол,

    το Άγιο φως – а) фаворский, нетварный свет; б) благодатный огонь, нисходящий в Иерусалиме в храме Гроба Господня на Великую Субботу

    το άγιο μύρο / Ποτήριο — святое миро / Потир;

    ΦΡ.
    οι Άγιοι Τόποι — Святые места в Палестине и Иерусалиме, свидетельствующие о важнейших событиях жизни, страданиях и Воскресении Христа
    τα άγια χώματαсвятая земля (места, в которых жил Иисус Христос), (перен.) священная земля для какой-либо нации, родина
    η άγια νύχτα — святая ночь на Рождество Христово, название известной рождественской песни:

    τα παιδιά τραγουδούν την άγια νύχτα — дети поют «святую ночь»;

    3) ο святой (о человеке) – христианин, проживший жизнь во Христе («εν Χριστώ»), личность которого после смерти официально признается Церковью достойной почитания вследствие святой, праведной жизни, которая часто сопровождается чудотворениями (слово пишется с большой буквы, если предстоит имени):

    ο Άγιος Γεώργιος / Δημήτριος — Святой Георгий / Димитрий;

    ΦΡ.
    κάνω (κάποιον) άγιο — сильно умолять кого-то;
    4) церковь, которая освящена в честь какого-то святого:

    η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη — святая София в Константинополе;

    район, который называется по имени храма, расположенного в нем:

    πήρε το λεωφορείο για την αγία Βαρβάρα — он сел на автобус, едущий в «святую Варвару»;

    5) местночтимый святой, заступник и покровитель:
    епископа или митрополита своей епархии:
    Этим.
    < дргр. άγιος < инд. yag – «почитать, уважать», сравните с санскр. yaj – ati «почитать». Это слово в древнегреческом обозначало места и предметы, вызывающие уважение и благочестивый страх. В Ветхом Завете это прилагательное использовалось Семьюдесятью переводчиками для описания Бога, ангелов и всего Израильского народа. В Новом Завете «святыми» называются все верующие как очищенные от «скверны языческой». Значение «христианин, прославленный Церковью святым» относится к 10 веку по Р.Х.*

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > άγιος

  • 3 запрестольный

    επ. (εκκλσ.) ο πίσω από την Αγία Τράπεζα•

    запрестольный крест ο σταυρός πίσω από την Αγία Τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > запрестольный

  • 4 трапеза

    θ.
    1. τραπέζι, τράπεζα•

    сесть за -ой κάθομαι στο τραπέζι (για γεύμα).

    || το γεύμα.
    2. τραπεζαρία• κοινό εστιατόριο μοναστηριού.
    3. (εκκλσ.) Αγία Τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > трапеза

  • 5 άγιος

    α, ο [ία, ον] 1.
    1) святой, священный; Αγία Γραφή священное писание; Αγία Τράπεζα алтарь; Άγιον Βήμα амвон; 2) просвещённый; 3) благочестивый, набожный; 4) очень худой, слабый; 2. (ο) святой; κάνω τον άγιο разыгрывать из себя святого, прикидываться святым; § τα άδγια των αγίων святая святых; τον έκανα άγιο я его умолял, молил

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άγιος

  • 6 престол

    престол
    м
    1. ὁ θρόνος:
    возведение на \престол ἡ ἐνθρόνιση [-ις], ὁ ἐνθρονισμός· вступать на \престол ἀνεβαίνω στον θρόνο· свергнуть с \престола ἐκθρονίζω, ξεθρονίζω· отречься от \престола παραιτοῦμαι τοῦ θρόνου·
    2. иерк. ἡ ἀγία τράπεζα.

    Русско-новогреческий словарь > престол

  • 7 altar

    ['o:ltə]
    1) (in some Christian churches the table on which the bread and wine are consecrated during the celebration of communion: The bride and groom stood before the priest at the altar.) Αγία Τράπεζα
    2) (a table etc on which offerings are made to a god.) βωμός

    English-Greek dictionary > altar

  • 8 жертвенник

    α.
    1. θυσιαστήριο, βωμός.
    2. Αγία Τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > жертвенник

  • 9 престол

    α.
    1. θρόνος•

    войти (вступить) на престол ανεβαίνω στο θρόνο•

    сидеть на -θ κάθομαι• στο θρόνο (βασιλεύω)•

    возвести на престол ανεβάζω στο θρόνο•

    свергнуть с -а εκθρονίζω•

    отречься (отказать(ся) от -а παραιτούμαι, από το θρόνο•

    наследник -а διάδοχος του θρόνου.

    2. η Αγία Τράπεζα.

    Большой русско-греческий словарь > престол

  • 10 θυσιαστήριο

    θυσιαστήριο το
    1) жертвенник – освященный стол в алтаре, на котором Богу приносится Бескровная Жертва, то есть Тело и Кровь Христова во оставление грехов всего мира. Жертвенник означает вертеп, в котором родился Спаситель, и место горы Голгофы, где Он был распят, так как во время совершения проскомидии вспоминается рождение Христа и Его страдания, см. πρόθεση ;
    2) алтарь, см. Βήμα Ιερό ;
    3) Святой Престол, см. Τράπεζα Αγία

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > θυσιαστήριο

См. также в других словарях:

  • Αγία Τράπεζα — Βλ. λ. βωμός …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… …   Dictionary of Greek

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Στος, Φάιτ — (Stoss). Γερμανός γλύπτης, ζωγράφος και χαράκτης (Νυρεμβέργη; 1447 – 1533). Τα πρώτα ίχνη της καλλιτεχνικής του δραστηριότητας βρίσκονται στην Κρακοβία, όπου το 1477 πήγε για να σκαλίσει την κεντρική ξύλινη Αγία Τράπεζα της εκκλησίας της Παναγίας …   Dictionary of Greek

  • πρόθεση — Αμετάβλητο (άκλιτο) μέρος του λόγου, που δηλώνει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ ενός ονόματος ή μιας ονομαστικής έκφρασης και των άλλων στοιχείων της πρότασης. Αν και διαφέρει από το επίρρημα και τον σύνδεσμο, οι σχέσεις εξάρτησης των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • προσκομιδή — η, ΝΜΑ [προσκομίζω] 1. η πράξη τού προσκομίζω, η προσαγωγή 2. προσφορά 3. αυτό που προσκομίζεται 4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία,… …   Dictionary of Greek

  • θυσιαστήριο — Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»